- ἰσοκληρονόμος
- ἰσο-κληρονόμος, ον,A inheriting equally, Sch. Hermog. in Rh.4.169 W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισοκληρονόμος — ἰσοκληρονόμος, ο ν (Α) αυτός που παίρνει ίση κληρονομία … Dictionary of Greek
ἰσοκληρονόμον — ἰσοκληρονόμος inheriting equally masc/fem acc sg ἰσοκληρονόμος inheriting equally neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκληρονόμους — ἰσοκληρονόμος inheriting equally masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
ισόκληρος — ἰσόκληρος, ον (Α) ίσος κατά τον κλήρο, κατά την περιουσία, ισοκληρονόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλήρος (< κλῆρος), πρβλ. ολιγό κληρος, ολό κληρος] … Dictionary of Greek